- περιούσιος
- -ον, ΜΑξεχωριστός, εκλεκτός, αγαπητός («λαὸς περιούσιος ἀπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν», ΠΔ)αρχ.αυτός που έχει περιουσία, ευκατάστατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. επι-ούσιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιούσιος — having more than enough masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιούσιος — α, ο αγαπητός, εκλεκτός: Οι Εβραίοι θεωρούσαν τον εαυτό τους ως τον περιούσιο λαό του Κυρίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιούσιον — περιούσιος having more than enough masc/fem acc sg περιούσιος having more than enough neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσίοις — περιούσιος having more than enough masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσίου — περιούσιος having more than enough masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσίῳ — περιούσιος having more than enough masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Neboulos — Allegiance Byzantine Empire Umayyad Caliphate Commands held archon of the Slavic corps Battles/wars Battle of Sebastopolis Neboul … Wikipedia
Небул — греч. Νέβουλος Принадлежность … Википедия
αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… … Dictionary of Greek
ιεράτευμα — το (ΑΜ ἱεράτευμα) [ιερατεύω] 1. το ιερατείο, το σύνολο τών κληρικών 2. φρ. «βασίλειον ἱεράτευμα» το σύνολο τών πιστών τής ιουδαϊκής θρησκείας ἡ τής χριστιανικής εκκλησίας, ο περιούσιος λαός τού θεού, τα μέλη τού οποίου έχουν τη γενική, μη… … Dictionary of Greek